ωραιοπαθής — ες, Ν 1. (με θετ. σημ.) αυτός που έχει πάθος για το ωραίο 2. (με αρνητική σημ.) ναρκισσευόμενος. επίρρ... ωραιοπαθώς Ν με ωραιοπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωραίος + παθής (< πάθος), πρβλ. εγω παθής] … Dictionary of Greek
εστετίστικος — η, ο [εστέτ] 1. ο οπαδός τού αισθητικού και καλλιτεχνικού κινήματος τού εστετισμού, ο εστέτ. 2. ο υπερευαίσθητος και ωραιοπαθής, αυτός που έχει αναγάγει το ωραίο σε ύψιστη και κυρίαρχη αξία τής ζωής και τής τέχνης και αποκλείει κάθε ηθική ή… … Dictionary of Greek
ωραιοπάθεια — η, Ν [ωραιοπαθής] (με θετ. και αρνητική σημ.) η ιδιότητα τού ωραιοπαθούς … Dictionary of Greek
ωραιόπαθος — και ωριόπαθος, η, ο, Ν ωραιοπαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωραίος + πάθος (< πάθος), πρβλ. πολυ παθος] … Dictionary of Greek
Ντ’ Ανούντσιο, Γκαμπριέλε — (Gabriele D’Annunzio, Πεσκάρα 1863 – Γκαρντόνε Ριβιέρα, Μπρέσια 1938). Ιταλός ποιητής και συγγραφέας. Το 1879 δημοσίευσε ένα μικρό βιβλίο Primo vere καρντουτσιανής μίμησης και το 1881 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου γρήγορα έγινε ο πρωταγωνιστής της … Dictionary of Greek
ωραιόπαθος — η, ο βλ. ωραιοπαθής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)